-
1 ἐρυστός
ἐρυστός, gezogen, adj. verb. zu ἐρύω, κολεῶν ἐρυστὰ ξίφη Soph. Ai. 717.
-
2 ερυστος
-
3 κολεόν
A sheath, scabbard,ἕλκετο δ' ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφος Il.1.194
;κολεῷ μὲν ἄορ θέο Od.10.333
;ἂψ δ' ἐς κουλεὸν ὦσε μέγα ξίφος Il.1.220
;ξίφεος μέγα κουλεόν 3.272
; , cf. Od.11.98, Pi.N.10.6;κολεῶν ἐρυστὰ.. ξίφη S.Aj. 730
; ;ἐν κολεῷ X.Cyr.1.2.9
; μάχαιρα ἐλεφάντινον τὸ κολειὸν (sic)ἔχουσα IG22.1382.16
( κολεόν ib.1388.47); κολεὰ δύο ib.11(2).203B 39 (Delos, iii B.C.);κ., μέγα λώτινον ἔργον Theoc.24.45
.2 in insects, sheath, wing-case, Arist.HA 531b24. -
4 ἐρυστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυστός
-
5 ξίφος
ξίφος, τό (nach E. M. von ξύω, ξέω), Schwert, Degen; bei Hom. an einem Gehenk, τελαμών, über der Schulter getragen; ἀμφὶ δ' ἄρ' ὤμοισιν βάλετο ξίφος ἀργυρόηλον, Il. 2, 45; περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ ϑέτ' ὤμῳ, Od. 2, 3; es hängt an der Seite, ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ, 9, 300, ist mit einer Scheide versehen, ἕλκετο δ' ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφος, Il. 1, 164, ἐκ κολεοῖο ἐρυσσάμενος ξίφος ὀξύ, Il. 12, 190; vgl. 7, 303; ξίφος κουλεῷ ἐγκατέπηξα, Od. 11, 97; ἄμφηκες, Il. 21, 118 u. öfter; ἀργυρόηλον, χάλκεον, Od. 10, 261; Pind. nennt es λευρόν, N. 7, 27, χαλκότορον, P. 4, 147; ἐν κουλεᾠ κατασχοῖσα ξίφος, N. 10, 6; δίϑηκτον, Aesch. Prom. 865; νεοσπαδὲς ξίφος ἔχων, Eum. 42, öfter; ἀμφίϑηκτον, Soph. Ant. 1298; χεροῖν κολεῶν ἐρυστὰ διεπεραιώϑη ξίφη, Ai. 730, öfter, wie Eur.; in Prosa, Her. 3, 64; Xen. Conv. 2, 11, kleine Dolche, von Taschenspielern und Jägern gebraucht, u. so auch Sp., wie Plut. Caes. 66. – Im engern Sinne der gerade Degen, zum Unterschiede von dem krummen Säbel, μάχαιρα. – Auch der degenförmige Knochen im Rücken des Blackfisches, Arist. part. an. 2, 8 H. A. 4, 1; Ath. VII, 314. – Bei Theophr. eine Pflanze.
См. также в других словарях:
ερυστός — ἐρυστός, ή, όν (Α) [ερύω (I)] ο τραβηγμένος από τη θήκη («κολεῶν ἐρυστά ξίφη» γυμνά ξίφη, Σοφ.) … Dictionary of Greek